- συντύραννος
- συντῠρανν-ος, ὁ,A fellow-tyrant, Plu.2.105b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συντύραννος — ὁ, ἡ, Α [τύραννος] αυτός που είναι τύραννος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
συντυράννων — συντύραννος fellow tyrant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυραννώ — έω, ΜΑ [συντύραννος] μσν. παθ. συντυραννοῦμαι, έομαι βασανίζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους αρχ. συμμετέχω στην άσκηση απόλυτης εξουσίας, μετέχω σε τυραννίδα … Dictionary of Greek